Άρθρο της Άννας Καραμανλή στον Ε.Τ.: Τέλος η ανοχή σε βιαστές και εγκληματίες
Οι τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα ήταν κοινωνική απαίτηση. Οι πολίτες αγωνιούν για την εγκληματικότητα και απαιτούν κανένα έγκλημα να μη μένει ατιμώρητο. Οι εγκληματίες πρέπει να εκτίουν την ποινή τους και τα θύματα να δικαιώνονται.
Με τον νέο Ποινικό Κώδικα δεν διορθώνονται απλά νομοθετικές αστοχίες και κενά στη δίωξη και τιμωρία αξιόποινων συμπεριφορών που αναδείχθηκαν κατά την εφαρμογή Κωδίκων που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε ακριβώς στην εκπνοή της κυβερνητικής της θητείας. Αναβαθμίζονται σε κακουργήματα μείζονος ποινικής απαξίας παραδοσιακά αδικήματα (π.χ. αιμομιξία) που είχαν υποβαθμιστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση και έριχναν στα «μαλακά» βιαστές και μέλη εγκληματικών οργανώσεων.
Σε μια περίοδο που η καθημερινότητά μας βομβαρδίζεται από τραγικές ειδήσεις για δολοφονίες γυναικών, βιασμούς γυναικών, ανδρών αλλά και ανηλίκων ακόμη κι από πρόσωπα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντός τους, αδύναμα θύματα που η ηλικία, η άγνοια, ο φόβος, η αγωνία για να μη χάσουν τη δουλειά τους ή να στιγματιστούν κοινωνικά τα κάνει να νιώθουν και συχνά είναι απροστάτευτα, οφείλει η Πολιτεία να δημιουργήσει συνθήκες προστασίας των θυμάτων και αποτροπής εγκληματικών ενεργειών.
Ετσι, οι τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα εστιάζουν, μεταξύ άλλων, σε αυστηροποίηση των ποινών για ειδεχθή εγκλήματα όπως της ανθρωποκτονίας, του ομαδικού βιασμού, εγκλημάτων που στρέφονται κατά ανηλίκων.
Με τη νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης μπαίνει τέλος στην ανοχή για τις δολοφονίες των γυναικών, καθώς η ποινή που προβλέπεται για την ανθρωποκτονία είναι η βαρύτερη. Ισόβια. Με τον τρόπο αυτό υπογραμμίζεται η απερίφραστη βούληση της Πολιτείας για την απόλυτη προστασία του εννομου αγαθού της ζωής χωρίς ειδικές ποινικές μεταχειρίσεις και διακρίσεις.
Επίσης, μέσα από ένα πλέγμα διατάξεων δηλώνεται η ξεκάθαρη βούληση της Πολιτείας για την πάταξη φαινομένων προσβολής της γενετήσιας ελευθερίας, διανύοντας μια πολύ κρίσιμη περίοδο, που προσδιορίζεται από τις πρωτόγνωρες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της υγειονομικής κρίσης.
Στο πλαίσιο αυτό, η παραγραφή για τα αδικήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας που τελούνται σε βάρος ανηλίκου θα αρχίζει μετά την ενηλικίωσή του, έτσι ώστε να υπάρχει επαρκής χρόνος κατά τον οποίο ο ανήλικος θα μπορέσει να αναγνωρίσει και να συνειδητοποιήσει την πράξη ως κακοποιητική και στη συνέχεια να βρει το ψυχικό σθένος να την καταγγείλει.
Πολύ πραγματικό, πολύ ανθρώπινο, προσδοκώμενο και πολύ δίκαιο. Κι όταν το ίδιο το παιδί αρνείται, διστάζει ή δεν γνωρίζει πώς να ξεπεράσει το φόβο του και πού να ακουμπήσει τον πόνο που του προκάλεσε η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειάς του, η Πολιτεία αναλαμβάνει αυτεπάγγελτα, έτσι ώστε σε καμία περίπτωση να μη μένουν τα εγκλήματα ατιμώρητα. Η αποπλάνηση ανηλίκου είναι πλέον σε κάθε περίπτωση κακούργημα. Και χωρίς ηλικιακές διακρίσεις. Και ο βιασμός σε βάρος ανηλίκου τιμωρείται για πρώτη φορά με τη βαρύτερη των ποινών. Ισόβια.
Μέσα από αυτές τις διατάξεις δηλώνεται ξεκάθαρα στους γονείς -και ιδιαίτερα στις μητέρες- η βούληση της Πολιτείας να είναι δίπλα στα ευάλωτα θύματα, να μην ανέχεται τέτοιου είδους ειδεχθή εγκλήματα που στρέφονται σε βάρος των παιδιών τους και να δρα κατασταλτικά τιμωρώντας τους δράστες με τη βαρύτερη των ποινών χωρίς εκπτώσεις και διακρίσεις.
Ομως, με τις νέες διατάξεις προστατεύονται και οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες που υφίστανται προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειάς τους στον εργασιακό χώρο. Η δίωξη γίνεται αυτεπάγγελτα, έτσι ώστε κανένας δράστης να μη μένει ατιμώρητος σε καμία περίπτωση επειδή τα θύματα «φοβήθηκαν» να υποβάλουν έγκληση. Προστατεύονται τα θύματα από το διασυρμό ή τις απειλές και αναλαμβάνει η Πολιτεία την αποκατάσταση της τιμής τους.
Αυτές τις ημέρες δημιουργούμε τις συνθήκες ώστε κανένα έγκλημα να μη μένει ατιμώρητο. Η ρητή κοινωνική απαίτηση για προστασία και ασφάλεια όλων των πολιτών πραγματώνεται. Καμία ανοχή στο έγκλημα. Κανένας και καμία μόνος/η και απροστάτευτος/η απέναντι στο έγκλημα.
Πηγή: